Κήποι βιβλιοφίλων - Γ. Χουλιάρας

Φυσικά προχωρεί μόνη της
η φωτοσύνθεση βιβλίων
στα φύλλα τους οξειδώνοντας
φωτισμένες πράσινες λέξεις
που αποπέμπουν στο σκοτάδι
διοξείδιες αναμνήσεις
του άνθρακα μιας ζωής
που κάποτε άνθισε
στις καλλιέργειες του λόγου.

Κήποι βιβλιοφίλων - Γιώργος Χουλιάρας

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014




28η Οκτωβρίου 1940  



Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο N. Βρεττάκος,


Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά.
εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο,
τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορα μας,                                          
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου

δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο). 








Πορεία προς το μέτωπο, Οδυσσέας Ελύτης


Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.

Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.




   

Άσμα ηρωικό και πένθιμο - Οδυσσέας Ελύτης

Φέτος αποφασίσαμε στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου να διαβάσουμε αποσπάσματα από το βιβλίο της Άλκης Ζέη, ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου και να τα συνοδεύσουμε με μουσική και τραγούδια από εκείνη την περίοδο. Καθώς μελετούσαμε το βιβλίο συναισθήματα πολλά ξεπήδησαν μέσα από τις ψυχές μας. Συγκινηθήκαμε, αισθανθήκαμε  αγωνία και λύπη, θυμώσαμε, νιώσαμε χαρά και πανηγυρίσαμε μαζί με τον ήρωά μας  την ημέρα της  απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Και ορκιστήκαμε να μην ξεχάσουμε ποτέ!

Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου - Άλκη Ζέη



27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος
γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί
την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει:
«Σήκω… έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;»
Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας,
ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο
και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως
τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του
και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας
έναν μεγάλο περίπατο − μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής,
στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων,
του φόβου, των διωγμών.
Με οδηγό τους αγαπημένους του ήρωες από την ελληνική
ιστορία και την εφηβεία προ των πυλών ο Πέτρος, με την
αδελφή του και τους φίλους του, δε διστάζει να πάρει μέρος
στην Αντίσταση, έχοντας πάντα για σύνθημα ένα τραγούδι:
Πάντα μπροστά μας,
για μια καινούρια ζωή… 

Γράμμα ενός παιδιού

Πέτρο,
          διάβασα το βιβλίο και συγκινήθηκα πολύ. Τότε που θάψατε τη γιαγιά του Σωτήρη στη μάντρα του νεκροταφείου κι όταν είδες το Σωτήρη να ζητιανεύει στεναχωρήθηκα. Όταν ο παππούς σου σε έστειλε στο φαναρτζή και σε τράβηξαν οι Γερμανοί στο μπλόκο που έκαναν στην πλατεία, μαζί με άλλα άτομα και ο κύριος με το κοντόχοντρο δάχτυλο έδειχνε ποιους θα εκτελούσαν. Όταν οι Ιταλοί πήραν το Θόδωρο πάλι ένιωσα λύπη, γιατί τον αγαπούσες πολύ. Λυπήθηκε κι όταν η μαμά του Σωτήρη τον άφησε μόνο του κι έφυγε με το δεύτερο σύζυγό της. Χάρηκα όταν ο Σωτήρης πήρε την απόφαση να ενωθεί με τους αντάρτες, αλλά στενοχωρήθηκα όταν τον σκότωσε ο Γιαούρτερ λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση για την οποία είχε αγωνιστεί τόσο πολύ. Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς. Βικτωρία




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου