Κήποι βιβλιοφίλων - Γ. Χουλιάρας

Φυσικά προχωρεί μόνη της
η φωτοσύνθεση βιβλίων
στα φύλλα τους οξειδώνοντας
φωτισμένες πράσινες λέξεις
που αποπέμπουν στο σκοτάδι
διοξείδιες αναμνήσεις
του άνθρακα μιας ζωής
που κάποτε άνθισε
στις καλλιέργειες του λόγου.

Κήποι βιβλιοφίλων - Γιώργος Χουλιάρας

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014





Ένας τίμιος κλέφτης 
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι





Το παραμύθι μας μιλά για έναν άστεγο μπεκρή, που κάποιος τον λυπήθηκε και τον πήρε στο σπιτικό του. Εκείνος του τα πρόσφερε όλα. Στέγη, φαγητό, ζέστη. Ο Γεμελιάν όμως όταν βρέθηκε χωρίς λεφτά για να πιει, έκλεψε την στολή ιππασίας του σπιτονοικοκύρη  και την πούλησε. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ αυτό, παρά μόνο όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει. Το είπε στον φίλο του και ζήτησε απ' αυτόν να πουλήσει το δικό του παλτό ως αντάλλαγμα. Αυτό δείχνει ότι το είχε μετανιώσει και ότι ακόμη και ένας κλέφτης μπορεί να έχει συνείδηση, αλλά η ανάγκη μπορεί να τον κάνει να κλέψει. Θεοδώρα




Ιστορία με δράκους - Φρίξος Τζιοβάς 







Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δυο παιδάκια, ο Γιωργάκης και ο Τάσος. Ο Τάσος ήταν κακό παιδί και κορόιδευε τον Γιωργάκη που μιλούσε με τα στάχυα και τα ζωάκια. Τα παιδιά βρήκαν μια βελανιδιά όπου ήταν ένας κούκος. Ο Τάσος από την κακία του έκαψε το δέντρο. Έτσι όπως έπεσε το δέντρο βγήκε ένας δράκος. Τα παλιά χρόνια ένας κακός δράκος είχε θάψει ένα δρακόπουλο κάτω από τη βελανιδιά. Όταν βγήκε ο δράκος ο Τάσος άρχισε να κλαίει. Τότε ο δράκος τον άρπαξε και τον πήγε στο βουνό. Ο Γιωργάκης μαζί με τα ζώα πήγαν να τον σώσουν. Τελικά τα κατάφεραν και έσωσαν τον Τάσο. Μετά ο Τάσος έγινε καλό παιδί και κατάλαβε τι είναι η αγάπη. Δανάη


Δεινόσαυροι





Είδος ερπετού που έζησε εκατομμύρια χρόνια πριν. Όλοι οι δεινόσαυροι έχουν εξαφανιστεί. Ζούσαν στην ιουρασική περίοδο ( 206.000.000 - 145.000.000 χρόνια πριν) και στην κρητιδική περίοδο  145.000.000 - 65.000.000 χρόνια πριν). Γεννούσαν αυγά σε ομαδικά εκκολαπτήρια. Τρώγανε φυτά ή έντομα ή ζώα. 
Ο Αρχαιοπτέρυγας είναι ο πιο μικρός ( μισό μέτρο μήκος και 500 γραμμάρια βάρος).
Ο Υπερόσαυρος είναιο πιο μεγάλος ( 30 - 40 μέτρα μήκος και 30 - 50 τόνους βάρος.

Σαυροποσειδώνας 




Έζησε κατά την κρητιδική περίοδο - 100.000.000 χρόνια πριν. Το ψηλότερο σαυρόποδο ήταν ο Σαυροποσειδώνας. Είχε ύψος 18 μέτρα - όσο δυο σπίτια! Αυτοί οι δεινόσαυροι χρησιμοποιούσαν το μακρύ λαιμό τους για να τρέφονται με φύλλα των κορυφών των κωνοφόρων δέντρων.
Ο Σαυροποσειδώνας ήταν το τελευταίο σαυρόποδο που είχε μακριά μπροστινά πόδια. Εξαφανίστηκε περίπου 95 εκατομμύρια χρόνια πριν. Γιώργος Γ.



Ένας ήρωας αλλιώτικος - Χάρης Σακελλαρίου




Μια φορά ήταν ένα παιδί κι ένας πατέρας. Είχαν ένα μποστάνι με καρπούζια σαν φεγγάρι. Μια μέρα ο πατέρας λέει στο παιδί να πάει στο μποστάνι. Παίρνει το παιδί το άλογο και πηγαίνει. Εκεί που κοιτούσε τα αστέρια το άλογο χλιμίντρισε.Το παιδί παίρνει το βιβλίο και εκεί που διάβαζε, ξεκίνησε δυνατή βροχή και το ποτάμι κατέστρεψε το μποστάνι. Τον πήρε το ποτάμι και κόντεψε να πνιγεί. Τον έσωσε ο σκύλος του, ο Ταρζάν. Ευτυχισμένος συνέχισε να ζει με τον πατέρα του.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014




Τα 88 ντολμαδάκια 
Ευγένιος Τριβιζάς



Η Έμμα ζούσε σε ένα εξοχικό με την μαμά της, 12 θείες κι ένα χρυσόψαρο. Ένα πρωί την πήρε τηλέφωνο η πιο καλή της φίλη η Αθανασία και την κάλεσε σε ένα αποκριάτικο πάρτι. Η μαμά της την άφησε να πάει και ντύθηκε πριγκίπισσα. Στο δρόμο όμως που πήγαινε, χάθηκε και βρέθηκε σ' ένα δάσος. Την πλησίασαν ένας πρίγκιπας κι ένας ξυλοκόπος και της έκαναν πρόταση γάμου. Η Έμμα διάλεξε τον ξυλοκόπο που τελικά ήταν ο αληθινός πρίγκιπας, μεταμφιεσμένος σε ξυλοκόπο. Ραφαέλα




Συνάντηση με τα ζώα





Η εγκυκλοπαίδεια " Συνάντηση με τα ζώα" παρουσιάζει τα ζώα ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον όπου ζουν. Έτσι, βλέπουμε μέσα από μια πλούσια εικονογράφηση, που συνοδεύεται από κείμενα με πληροφορίες για ζώα που ζουν στη σαβάνα, στον ήλιο της ερήμου, στο τροπικό δάσος, στο βουνό, στη χώρα των πάγων κ. ά. Ένα από αυτά που μου έκανε εντύπωση είναι το γιακ. 

Γιακ


Το γιακ ζει στα ψηλά βουνά του Θιβέτ και στη φωτογραφία του βιβλίου είναι στολισμένο με υφαντή σέλα και πλούσια χαϊμαλιά. Έχει ήσυχο, απλανές βλέμμα, είναι τεράστιο και καλύπτεται ολόκληρο από μακρύ, μεταξένιο τρίχωμα. Οι Θιβετιανοί εκτρέφουν το γιακ για μεταφορές ανθρώπων και φορτίων, για το μαλλί, το κρέας, το γάλα, το δέρμα και την κοπριά την οποία χρησιμοποιούν ως καύσιμη ύλη και ως λίπασμα. Νίκος

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014




Η Βιολέτα και οι φοβεροί και τρομεροί πειρατές
Ρίτσαρντ Χάμιλτον



Κάποτε ένα τσούρμο πειρατές σ' ένα ρεσάλτο ανακάλυψαν ένα μικρό κορίτσι. Οι πειρατές αποφάσισαν να το πάρουν μαζί τους και του έδωσαν  και του έδωσαν το όνομα Βιολέτα. Η Βιολέτα αφού μεγάλωσε με τους πειρατές έμαθε να συμπεριφέρεται ακριβώς όπως κι αυτοί, έτσι που ήθελε κι εκείνη να παίρνει μέρος σε ρεσάλτα. Όταν η Βιολέτα μεγάλωσε πήγαινε κι αυτή σε ρεσάλτα μα σε κάποιο ρεσάλτο ο Αρχιπειρατής έκοψε το χέρι του και φοβάται πολύ τα αίματα. Έτσι έχασε τη διάθεσή του. Κάποια μέρα πήγαν στη στεριά για να φάνε. Εκεί έγιναν τα πιο αγαπημένα πρόσωπα στο λιμάνι. Μα το καλύτερο είναι ότι η Βιολέτα βρήκε φίλους και οι πειρατές κατάλαβαν πως η Βιολέτα δε θα ήταν για πάντα μαζί τους. Έτσι είδαν πως ο θησαυρός που έψαχναν τόσο καιρό ήταν η Βιολέτα. Βικτωρία





Η Μαρουδίτσα που έφερνε την Πασχαλιά 
 Ελένη Δικαίου




Μόλις γεννήθηκε η πασχαλίτσα και πάτησε στα πόδια της, άνοιξε τα φτερά της και πέταξε σ' ένα μεγάλο τριαντάφυλλο. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν τα μυρμήγκια.
Τα έβλεπε συνέχεια να κουβαλούν μικρούς σπόρους και ψίχουλα στην πλάτη τους σκέφτηκε πως αυτή ήταν η δουλειά τους. Καθώς τα κοιτούσε αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η δική της δουλειά πάνω στη γη, ώσπου βρέθηκε στην παλάμη ενός κοριτσιού.
Το κοριτσάκι μόλις την είδε άρχισε να τραγουδά : " Πέτα, πέτα Μαρουδίτσα, να πας στα χίλια πρόβατα, να φέρεις γάλα και τυρί και κόκκινα παπούτσια" και την φύσηξε απαλά. Εκείνη δεν είχε καταλάβει τίποτα, ώσπου μια μέρα σκαρφαλωμένη στα μαλλιά του κοριτσιού βρέθηκε σ' ένα λιβάδι γεμάτο πρόβατα. Ήταν Πάσχα! Το κορίτσι άρχισε να λέει στη φίλη της τη σημασία της πασχαλίτσας τις άγιες αυτές ημέρες. Το πέταγμά της σημαίνει το άνθισμα των λουλουδιών και του χορταριού, το μοσχομυριστό τυρί και τα καινούργια παπούτσια που φέρνουν δώρα οι νονοί. Η πασχαλίτσα κατάλαβε ότι η δουλειά της είναι να πετά και να δίνει χαρά σε όλους. Θεοδώρα



Ταρβόσαυρος  


Ο Ταρβόσαυρος είχε δώδεκα μέτρα ύψος και πολλά κοφτερά δόντια. Ζύγιζε τέσσερις τόνους και έτρωγε μεγάλα ζώα. Είχε καφέ χρώμα με κοντή χοντρή ουρά. Γιώργος Τ. 



Δεινόχειρος


Ο Δεινόχειρος έτρωγε φυτά. Ήταν έντεκα μέτρα ύψος και ήταν τριχωτός με πολύ μακριά ουρά. Είχε κόκκινο χρώμα ο λαιμός του και προς τα κάτω είναι πράσινος. Είχε τέσσερα πόδια και πολλά νύχια. Γιώργος Τ. 



Μεγαλόσαυρος


Ο Μεγαλόσαυρος ήταν εννιά μέτρα μήκος και  το πιο μεγάλο ζώο που σπάραζε μικρά πλάσματα. Το κεφάλι του ήταν τεράστιο και είχε κόκκινο και μαύρο σαγόνι. Ήταν πολύ χοντρό και είχε χρώμα μαύρο. Η ουρά του ήταν τεράστιο. Γιώργος Τ.



Ο Τρομάρας - Γεώργιος Βιζυηνός




Μια φορά ήταν ένα παλικάρι που το 'λεγαν Τρομάρα, γιατί φοβόταν. Ο ίδιος στενοχωριόταν γι' αυτή την αδυναμία του και προσπάθησε μέσα από τη δουλειά να την πολεμήσει! Έτσι όταν έπιασε δουλειά σ' ένα σιδεράδικο αν και φοβόταν τους θορύβους, τραγουδούσε για να μη φοβάται. Τότε τον άκουσε η κόρη του νομάρχη και τον ερωτεύτηκε παράφορα..
Στη συνέχεια, ο νομάρχης βλέποντας την κόρη του να υποφέρει, δέχτηκε να κάνει τον Τρομάρα γαμπρό του, αφού όμως θα έπιανε το ληστή του δάσους. Ο Τρομάρας, αν και φοβόταν κατάφερε με την εξυπνάδα του να αιχμαλωτίσει το ληστή και να παντρευτεί την κόρη του νομάρχη. Νίκος



Μια τρίχα μια φορά 

 Πολυξένη Βάκου Σαλονίδου 






Μια φορά ήταν ένα κοριτσάκι που πήγαινε στην πρώτη δημοτικού και είχε πολύ μακριά μαλλιά. Βαριόταν όμως να τα χτενίζει και η μαμά της τής έλεγε να τα χτενίζει, γιατί αλλιώς θα της έβγαζε το τσουλούφι. Η Πηνελόπη πήγε στην αυλή να χτενίσει τα μαλλιά της και ο αέρας της πήρε μια τρίχα και την πήγε σ' ένα αυτοκινητόδρομο. Η τρίχα είδε δυο αυτοκίνητα που πήγαν να τρακάρουν και μπήκε στη μέση. Σωθήκαμε, φώναξαν οι οδηγοί. Ο αέρας ξαναπήρε την τρίχα και την πήγε στο σακάκι του γερο-Λεωνίδα. Ήταν φτωχός, αλλά ντύνονταν κομψά. Σε λίγο τους πλησίασε μια κυρία και είπε στον κύριο Λεωνίδα: " Τι ωραία ντυθήκατε!". Λίγο πιο πέρα ένας ακροβάτης έκανε ακροβατικά κι ένα κοριτσάκι είπε: " Είναι φοβερός! Μου σηκώθηκε η τρίχα!" , κι όλοι χειροκρότησαν. Η τρίχα βρέθηκε στο κουρείο του Τρίχα. Ο κουρέας λέγοντας ένα ποίημα, κούρευε και η τρίχα φοβήθηκε μήπως την ψαλιδίσει. " Μη φοβάσαι, δε θα σε ψαλιδίσω!" . Η τρίχα, κουρασμένη, ξάπλωσε στο κεφάλι ενός ναύτη φαλακρού. Το πρωί ο ναύτης είδε την τρίχα, αλλά δεν της έκανε κακό.Κάθε άλλο! Την είχε κορόνα στο κεφάλι του! Μετά ο ναύτης πήγε σ' ένα ινστιτούτο και την εμφύτευσε στο κεφάλι του. Τη γιατρό που του εμφύτευσε την τρίχα στο κεφάλι, την παντρεύτηκε κι έκαναν πολλά παιδιά με πολλά μαλλιά κι έζησαν ευτυχισμένοι πολλά χρόνια. Αγγελική



Πόλεμος μ' ένα μαντρόσκυλο 
 Ζαχαρίας Παπαντωνίου



Μια φορά ζούσαν δυο παιδιά. Μια μέρα πήγαν στο δάσος, όπου εκεί χάθηκαν. Καθώς πήγαιναν να βρουν το δρόμο τους, είδαν κάτι καλύβες. Απ' αυτές ερχόταν ένα μαντρόσκυλο. Το ένα από τα παιδιά πήρε μια πέτρα και με όλη την δύναμή του πέταξε την πέτρα στη ραχοκοκκαλιά του ζώου και τότε εκείνος σταμάτησε την επίθεση. Τότε το άλλο παιδί είπε από μέσα του: " Μακάρι να είχα κι εγώ το θάρρος να ρίξω την πέτρα στον σκύλο". Άρης


Τα ζώα της Αφρικής - National Geographic

Λεοπάρδαλη




Η λεοπάρδαλη είναι ένα μυστήριο ζώο. Την τροφή της την κυνηγάει κυρίως τη νύχτα και δεν την βλέπουν οι άνθρωποι. Η λεοπάρδαλη συνήθως κοιμάται πάνω σε δέντρα και κρύβεται πίσω από πυκνά φύλλα.Σπύρος











Ο μικρός δράκος Καρύδας και οι άγριοι πειρατές  Inga Siegner 




Ήταν κάποτε ένας δράκος που τον λέγανε Καρύδα. Ο Καρύδας είχε μία φίλη που τη λέγανε Ματίλντα. Οι δυο φίλοι αποφάσισαν να πάνε διακοπές στο νησί της Χελώνας. Στο δρόμο του όμως συνάντησαν ένα πειρατικό καράβι. Οι πειρατές πήραν τους δυο φίλους και τους έκλεισαν στο αμπάρι του. Οι πειρατές όμως έδιωξαν τον αρχηγό απ' το καράβι μαζί και τον Καρύδα με την Ματίλντα. Ο πειρατής χρειάστηκε τη βοήθεια του Καρύδα, ο οποίος τον ελευθέρωσε. Ο πειρατής Τζίμης επέστρεψε πάλι στο πλοίο. Όμως ο Καρύδας δεν πρόλαβε να πάει διακοπές και μόλις γύρισαν στο σπίτι τους, διηγήθηκε την ιστορία στην οικογένειά του. Βικτωρία




Το αρμυρίκι - Δημήτρης Αβούρης 



Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη της θάλασσας φύτρωσε ένα δέντρο. Ήταν φίλος με όλα τα ψάρια αλλά οι καρχαρίες και οι ξιφίες το ζήλευαν, το ενοχλούσαν και το κορόιδευαν. 
Έτσι έφυγε από τα βαθιά νερά και πήγε στα ρηχά, όπου γνώρισε ανθρώπους. Είδε τον ήλιο και το φεγγάρι και αισθάνθηκε τον αέρα για πρώτη φορά!
Μετά από κάποιο διάστημα φύτρωσαν πολλά τέτοια δέντρα σαν κι αυτό και δεν ήταν πια μόνος!Πάολα

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014




28η Οκτωβρίου 1940  



Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο N. Βρεττάκος,


Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά.
εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο,
τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορα μας,                                          
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου

δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο). 








Πορεία προς το μέτωπο, Οδυσσέας Ελύτης


Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.

Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.




   

Άσμα ηρωικό και πένθιμο - Οδυσσέας Ελύτης

Φέτος αποφασίσαμε στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου να διαβάσουμε αποσπάσματα από το βιβλίο της Άλκης Ζέη, ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου και να τα συνοδεύσουμε με μουσική και τραγούδια από εκείνη την περίοδο. Καθώς μελετούσαμε το βιβλίο συναισθήματα πολλά ξεπήδησαν μέσα από τις ψυχές μας. Συγκινηθήκαμε, αισθανθήκαμε  αγωνία και λύπη, θυμώσαμε, νιώσαμε χαρά και πανηγυρίσαμε μαζί με τον ήρωά μας  την ημέρα της  απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Και ορκιστήκαμε να μην ξεχάσουμε ποτέ!

Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου - Άλκη Ζέη



27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος
γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί
την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει:
«Σήκω… έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;»
Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας,
ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο
και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως
τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του
και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας
έναν μεγάλο περίπατο − μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής,
στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων,
του φόβου, των διωγμών.
Με οδηγό τους αγαπημένους του ήρωες από την ελληνική
ιστορία και την εφηβεία προ των πυλών ο Πέτρος, με την
αδελφή του και τους φίλους του, δε διστάζει να πάρει μέρος
στην Αντίσταση, έχοντας πάντα για σύνθημα ένα τραγούδι:
Πάντα μπροστά μας,
για μια καινούρια ζωή… 

Γράμμα ενός παιδιού

Πέτρο,
          διάβασα το βιβλίο και συγκινήθηκα πολύ. Τότε που θάψατε τη γιαγιά του Σωτήρη στη μάντρα του νεκροταφείου κι όταν είδες το Σωτήρη να ζητιανεύει στεναχωρήθηκα. Όταν ο παππούς σου σε έστειλε στο φαναρτζή και σε τράβηξαν οι Γερμανοί στο μπλόκο που έκαναν στην πλατεία, μαζί με άλλα άτομα και ο κύριος με το κοντόχοντρο δάχτυλο έδειχνε ποιους θα εκτελούσαν. Όταν οι Ιταλοί πήραν το Θόδωρο πάλι ένιωσα λύπη, γιατί τον αγαπούσες πολύ. Λυπήθηκε κι όταν η μαμά του Σωτήρη τον άφησε μόνο του κι έφυγε με το δεύτερο σύζυγό της. Χάρηκα όταν ο Σωτήρης πήρε την απόφαση να ενωθεί με τους αντάρτες, αλλά στενοχωρήθηκα όταν τον σκότωσε ο Γιαούρτερ λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση για την οποία είχε αγωνιστεί τόσο πολύ. Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς. Βικτωρία