Κήποι βιβλιοφίλων - Γ. Χουλιάρας

Φυσικά προχωρεί μόνη της
η φωτοσύνθεση βιβλίων
στα φύλλα τους οξειδώνοντας
φωτισμένες πράσινες λέξεις
που αποπέμπουν στο σκοτάδι
διοξείδιες αναμνήσεις
του άνθρακα μιας ζωής
που κάποτε άνθισε
στις καλλιέργειες του λόγου.

Κήποι βιβλιοφίλων - Γιώργος Χουλιάρας

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014



Σαν το σιτάρι σπέρνεται στον κόσμο η αλήθεια
κι απ' τον καθάριο σπόρο της φυτρώνουν παραμύθια.
Καλότυχος όποιος μπορεί τα στάχυα να θερίσει
και το στάρι απ' τ' άχυρο καλά να ξεχωρίσει.
Για τον μικρό τον κόπο του μεγάλο κέρδος μένει:
όλη η αλήθεια που θα βρει στα ψέματα κρυμμένη!

Πρόλογος του Γ. Δροσίνη στο βιβλίο Παιδικά Παραμύθια 



Το χρυσόψαρο

Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και δεν έπιανε. Κόντεψε τέλος η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του: «Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
  Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει! Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
  – Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
  Και το ’ριξε στη θάλασσα. Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
  – Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
  – Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγιά.
  Σαν πήγε στο σπίτι του, τα ήβρεν όλα όπως του είπε η φωνή. Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
  – Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγιά;
  – Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
  Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
  Επήγεν ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
  Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή: «Τι καλό θέλεις να σου κάμω;» κι αυτός εζήτησε παλάτια.
  Πάει στο σπίτι του και τι να δει; παλάτια ωραιότατα!
   – Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πά’ να το ξαναπιάσεις και να του ζητήσεις συ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
  Επήγε πάλι κι έκαμεν όπως έκαμνε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του. Μα πάει κατόπι στο σπίτι του, και τι να δει; Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.





Ο καημός


Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν τόπο πολύ μακρινό, ζούσε ένας βασιλιάς με τη βασίλισσά του και τη λατρεμένη τους κόρη. Σαν άρχοντας ήταν δίκαιος και καλοσυνάτος, αγαπούσε το λαό του και ο λαός τον καλοτύχιζε και τον υπηρετούσε πιστά. Κανένα σύννεφο δε σκίαζε την ευτυχία του, κανένα παράπονο δεν έφτανε στ' αφτιά του, καμία θλίψη δεν ακουμπούσε ποτέ την καρδιά τη δική του και της οικογένειάς του.



Μια μέρα πέρασε κάτω από τα παράθυρα του παλατιού μια σκυφτή γριά τσιγγάνα με την πραμάτεια της. «Καημό, φώναζε με τη συρτή φωνή της, πουλάω καημόοοο…». 
Η νεαρή βασιλοπούλα που καθόταν ολομόναχη στα δώματά της, την άκουσε, έσκυψε στο παράθυρο και τη φώναξε. 
«Τι είναι ο καημός γριούλα μου, τη ρώτησε, δεν τον έχω ξανακούσει!»
Η τσιγγάνα, έκρυψε με την παλάμη της το φως από τον ήλιο και κοίταξε ψηλά στο παράθυρο: «Δε γνωρίζεις τι είναι ο καημός;» είπε όλο απορία.
Τα ορθάνοιχτα μάτια της βασιλοπούλας άνοιξαν ακόμη περισσότερο... 
«Μα, κόρη μου, δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να μην έχει καημό».
«Μα, τότε θέλω να αποκτήσω και εγώ!» απάντησε η χαϊδεμένη κόρη ρίχνοντας στην ποδιά της τσιγγάνας ένα χρυσό νόμισμα…



Κι εκείνη έβγαλε αργά από την τσέπη της ένα τόσοδα μικρό σπιρτόκουτο, το πέταξε στα χέρια της μικρής και απομακρύνθηκε. Μόλις η βασιλοπούλα βρέθηκε μονάχη στα διαμερίσματά της, άνοιξε με λαχτάρα το κουτάκι και…προς μεγάλη της έκπληξη, πετάχτηκε από μέσα ένα μικρό φιδάκι που σύρθηκε αρχικά μέσα στο δωμάτιο, κι έπειτα άρχισε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει...και να μεγαλώνει, ώσπου μέσα σε λίγες στιγμές μεταμορφώθηκε σε ένα γιγάντιο δράκο.
«Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε τρομαγμένη.
«Εγώ είμαι ο Καημός σου, απάντησε ήρεμα ο δράκος …και από εδώ και στο εξής θα είμαι πάντα μαζί σου» κι έπειτα με κρότο σύρθηκε έξω από το δωμάτιο. 



Μέσα σε λίγες μέρες ο τεράστιος δράκος ξεκλήρισε την πολιτεία. Αφού έφαγε το βασιλιά και την βασίλισσα, τους αυλικούς και τους υπηρέτες του παλατιού, καταβρόχθισε και όλους τους υπηκόους και ερήμωσε το βασίλειο. Άδικα η κόρη έκλαιγε και παρακαλούσε για έλεος. Μόνη πια, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, η βασιλοπούλα εγκατέλειψε τη χώρα της και χάθηκε στο δάσος. Μέρες αργότερα, εξαντλημένη, διψασμένη και με φθαρμένα φορέματα έφτασε στο διπλανό βασίλειο. Τόση όμως ήταν η ομορφιά της, που ο πρίγκιπας που την υποδέχτηκε, θαμπώθηκε και τη ζήτησε σε γάμο αμέσως. Οι γάμοι έγιναν με κάθε μεγαλοπρέπεια και το χαμόγελο άνθισε για λίγο στα χείλη της και πάλι.



Σύντομα, η νέα βασίλισσα έμεινε έγκυος. Ο βασιλιάς και σύζυγός της τον τελευταίο μήνα χρειάστηκε να ταξιδέψει στο διπλανό βασίλειο, αλλά τίποτα ανησυχητικό δεν υπήρχε στην εγκυμοσύνη της. Το βράδυ, όμως, που έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγόρι, ξαναεμφανίστηκε μπροστά της ο τρομερός δράκος, ο Καημός. Έντρομη έπεσε στα γόνατα: « γιατί ήλθες; τι θέλεις;» ρώτησε κλαίγοντας σχεδόν. «Ήρθα για να φάω το παιδί σου!» απάντησε ήρεμος πάντα ο δράκος.
«Όχι, σε ικετεύω. Να, φάε εμένα στη θέση του» του είπε προσφέροντας το κορμί της στα δόντια του. «Δε γίνεται. Δεν θα ‘μουν ο Καημός σου αν έτρωγα εσένα» της απάντησε και καταβρόχθισε το παιδί. 

Το άλλο πρωί η βασιλομήτωρ πεθερά αναζήτησε το μωρό. 
«Πείνασα το βράδυ και το έφαγα» απάντησε η έρημη μητέρα.
«Το παιδί σου έφαγες; Χίλια καλά έχουμε στο παλάτι. Πως το έκανες;» τη ρώτησε τρέμοντας. 
Τη στιγμή εκείνη μπήκε στο δωμάτιο και ο βασιλιάς, που μόλις είχε επιστρέψει από το ταξίδι, για να δει το γιο του. Φοβήθηκε η μητέρα τον πόνο και την οργή του γιου της και του έκρυψε την αλήθεια. 
«Ο γιος σου πέθανε στη γέννα» του είπε. «Αλλά έχει ο Θεός, μην απελπίζεσαι» τον παρηγόρησε.

Σύντομα, η βασίλισσα έμεινε και πάλι έγκυος κι όλοι ξαναχαμογέλασαν. Το βράδυ, όμως, που έφερε στον κόσμο ένα δεύτερο υγιέστατο αγόρι, ξαναεμφανίστηκε μπροστά της ο Καημός. 
«Ήρθα για να φάω το παιδί σου!» 
«Όχι πάλι, όχι και αυτό...σε ικετεύω. Να, πάρε εμένα στη θέση του»! 
«Δε γίνεται. Δεν θα ‘μουν ο Καημός σου αν έτρωγα εσένα» της απάντησε και καταβρόχθισε το αγόρι.

Το άλλο πρωί η πεθερά της πήγε να τη βρει.
«Πείνασα το βράδυ και το έφαγα» της είπε.
«Μα είχα γεμίσει το δωμάτιο καλούδια, μην τύχει και πεινάσεις.»
«Δεν μου ‘φτασαν…κι ήταν αργά να σε φωνάξω.»
Για άλλη μια φορά, φοβήθηκε η μητέρα τον πόνο και την οργή του γιου της βασιλιά κι όταν πήγε να δει το παιδί, του 'κρυψε την αλήθεια.
«Ο γιος σου πέθανε και πάλι στη γέννα» του είπε. «Αλλά έχει ο Θεός, μην απελπίζεσαι».

Ένα χρόνο αργότερα, η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι.
Το ίδιο βράδυ, να σου μπροστά της ο Καημός. 
«Ήρθα για να φάω το παιδί σου!» 
«Όχι, όχι...σε ικετεύω. Φάε, φάε εμένα στη θέση του» του φώναζε με λυγμούς. 
«Δε γίνεται. Δεν θα ‘μουν ο Καημός σου αν έτρωγα εσένα» της είπε και καταβρόχθισε το κοριτσάκι. 

Το άλλο πρωί τρέχει η πεθερά όλο αγωνία για το παιδί. 
«Πείνασα το βράδυ και το έφαγα» της είπε. 
«Μα είχα πάλι γεμίσει το δωμάτιο καλούδια, κι είχα και τη δούλα απέξω ό,τι χρειαστείς να το ζητήσεις.» 
«Αυτό λιμπίστηκα, αυτό έφαγα.» 

Σε λίγο, να κι ο βασιλιάς που ψάχνει για την κόρη του. Μα τούτη τη φορά η μητέρα δεν τόλμησε να του κρύψει την αλήθεια. «Την έφαγε την κόρη σου η άκαρδη η μάνα. Όπως είχε φάει και τους γιους σου. Ψέματα είχα πει. Η γυναίκα σου είναι λάμια. Αυτή σκότωσε και τα τρία σου τα παιδιά». 



Έντρομος και μέσα σε θρήνους ο βασιλιάς ζητά μια εξήγηση μα εκείνη μιλιά!!!. Τότε έξαλλος διατάζει τους φρουρούς να τη σύρουν από τα μαλλιά για να την εκτελέσουν αμέσως. 

Τη στιγμή όμως που την άγγιξαν, εμφανίστηκε ο δράκος.

«Αφού δεν με μαρτύρησες και αφού δεν βαρυγκώμησες για τον καημό σου, σου χαρίζω πίσω ό, τι σου πήρα» της είπε και ανοίγοντας το στόμα του της ξανάδωσε, όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και την οικογένεια και τους χαμένους υπηκόους της. Και έπειτα, χάθηκε ξαφνικά όπως ήρθε.

Όλοι αγκαλιάστηκαν και το παραμύθι μας τελείωσε όπως όλα, με αυτούς να ζουν καλά κι εμάς καλύτερα!




Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014




1η ημέρα του Φθινοπώρου


                                     
                                          Φθινόπωρο - Σταμάτης Σπανουδάκης    





Αυτόγραφο - Κική Δημουλά

«Ένα κίτρινο φύλλο σου
φθινόπωρο,
σ’ έναν άνεμο ράθυμο κάθισε
και μ’ ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αυτόγραφο,
ίσως σαν ένα ((ευχαριστώ))
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο…
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετινές προθέσεις σου
απέναντι μου.»


Κική Δημουλά, Ποιήματα





Φθινοπωρινή θλίψη - Γιάννης Ρίτσος
«Φεύγουν οι παραθεριστές. Τα παράθυρα κλείνουν.
Ένα πλοίο στο βάθος, μονάχο, κρυώνει.
Κάτω απ’ το πράσινο παγκάκι του κήπου
μένουνε τα σαντάλια σου, σκεβρωμένα απ’ το αλάτι»

Γ. Ρίτσος, Θερινό φροντιστήριο


Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014


Γιώργος Σεφέρης ( 13/3/1900 - 20/9/1971)

1963 Νόμπελ Λογοτεχνίας





Άρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
 κι άσπρο σαν περιστέρι.
 Διψάσαμε το μεσημέρι
 μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
 γράψαμε το όνομά της.
Ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
 και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
 τι πόθος και τι πάθος.
 πήραμε τη ζωή μας. Λάθος! 
κι αλλάξαμε ζωή. 



Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014



Μικρασιατική καταστροφή


Ένα κομμένο χέρι - Αλέξης Αλεξίου

«Ολος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα· θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του ΄δωσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως- όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν απάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα.
Νερά είχε τρεχούμενα. Οταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε. Ολα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο· στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε· βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό· μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ΄ ένα κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μού είπε να μην πω τίποτα απ΄ αυτά που είδαμε στη μητέρα». 

Η λαχτάρα του φευγιού - Φιλιώ Σεϊτανίδου

«Σαν έγινε οπισθοχώρηση ήμουνα ίσαμε δεκαπέντε χρονώ μα δεν μπορώ να τα ξεχάσω ακόμα τα τι τράβηξα. Ολο το χωριό μας άδειασε. Αλλος μπρος, άλλος πίσω φύγανε με τα πόδια, με τα κάρα, και πήγανε στη Σμύρνη. Εγώ είχα την αδερφή της μάνας μου εκεί, στο χωριό Μπουρνόβα. Ο κόσμος χύνονταν στους δρόμους σαν το νερό, τα ΄χε χάσει. Δεν ήξερε κατά πού να πάει. Ητανε Σάββατο πρωί κι ακούσαμε κανονιές. Κι όλοι είπανε: “Αμυνα, άμυνα κρατάει ο ελληνικός στρατός!”. Πού να κρατήσει άμυνα, που γύριζαν γυμνοί και ξυπόλητοι! Λίγοι-λίγοι είχαν πάρει τις στράτες και τα βουνά. 
Με το άκουσμα “άμυνα” όλοι βγήκανε έξω, οι γυναίκες με τα νυχτικά, οι άντρες με τα σώβρακα. Εμείς λογαριάζαμε να πάμε να κρυφτούμε σε μιανού Ρεΐζη το μαγαζί. Είχαμε καταλάβει την κατάσταση και ώσπου να μπαρκάρουμε για την Κρήτη, εκεί θα καταφεύγαμε. Μετά, όπως ο κόσμος έφευγε, τόσο πολύ μ΄ έπιασε η λαχτάρα του φευγιού, που ούτε γύρισα πίσω να βρω τους δικούς μου. 
Μόνο παίρνω το δρόμο με τις γειτόνισσες και με τα πόδια φτάξαμε από το Μπουρνόβα στο Μπασμά-Χανέ! Εκεί είδα τα βαγκόνια που ήταν γεμάτα πρόσφυγες από τα χωριά. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Χώθηκα από κάτω. Σταθμός ήταν. Εκεί άκουσα απελπιστικές φωνές: “Σφαγή, σφαγή!”. Εφυγα, πήγα στα γραφεία του σταθμού. Αν και είχα μείνει μόνη μου, δεν τα ΄χασα. Οποιος μπορούσε τρύπωνε να σωθεί. Χώθηκα σ΄ ένα γραφείο. Ηταν μέσα ένας, Ιταλός ήταν; Δεν ξέρω. Μου ΄δωσε καρέκλα κι έκατσα. Σε λίγο ακούστηκαν μουσικές. “Ελα να δεις”, μου είπε, “από το παράθυρο”. Και τι να δω; Ενα στρατό με κάτι γκρίζα σκουφάκια και συλλογίστηκα: “Αυτός ο στρατός, ο χαμένος, αυτός πήρε τη Σμύρνη από τους Ελληνες; Μη χειρότερα!”

Πώς έζησα την καταστροφή της Σμύρνης - Ιστορικό Ντοκουμέντο - Μιχάλης Βαλβαζάνης

Εκείνη την άγρια νύχτα, είχα μείνει άγρυπνος παρατηρητής και βιγλάτορας της μεγάλης και απέραντης πυρκαγιάς. Μιας πυρκαγιάς, που όσο περνούσαν τα λεπτά της ώρας, όλο και μεγάλωνε. Φλόγες, φλόγες χόρευαν και γλείφανε στεργιές και θάλασσες.
Σε δυο ώρες μέσα, είχε καεί το ένα τέταρτο της Σμύρνης. Κι ολοένα, η αδηφάγα κι αχόρταγη πυρκαγιά απλωνότανε στην υπόλοιπη πολιτεία.
Ταυτόχρονα ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος την έσπρωχνε προς την προκυμαία κι εκείνη ατίθαση κι ανεξέλεγκτη, σαν πύρινο ποτάμι, κατέτρωγε ό,τι έβρισκε μπροστά της... όλα πίσω της τα μετέβαλε σε στάχτη...
Ακόμα και τα πουλιά ξεγελάστηκαν απ' τη συνεχή λάμψη και το τρομακτικό αντιλάμπισμα της φωτιάς και ξύπνησαν. Δεν έκλεισαν μάτι και κείνα και τιτίβιζαν ανήσυχα στις φυλλωσιές, νόμισαν τα καημένα πως "ξημέρωσε"...
Τη δραματική εκείνη ώρα του Ελληνισμού, εγώ ο ασήμαντος στρατιώτης της πατρίδας μου, στεκόμουν στην παραλία της Σμύρνης και δίχως πια αυταπάτες, έβλεπα όλα αυτά τα φοβερά και απίστευτα...
Τα μάτια μου δάκρυσαν.
- Πάει πια. μουρμούρισα... Μέχρις εδώ ήταν... Το όνειρο έσβησε...
Κι η ψυχή της Ρωμιοσύνης όλης, έμενε άγρυπνη και σαστισμένη. Συμμάζεψε τα φτερά της. Κοίταξε σιωπηλή κατά πού να σταθεί, για ν' αντέξει τη συμφορά που τη βρήκε.


Απόσπασμα από το βιβλίο "Τα ματωμένα χώματα" της Διδούς Σωτηρίου

 "Το τούρκικο ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά.
Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
 "Τι θα μάς κάνουνε οι Τούρκοι; Τι θα μας κάνουνε;"
 Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν τήν εξεστόμιζε. Από μερικά μπαλκόνια ξένων
σπιτιών ακούστηκαν αδύναμα παλαμάκια και «γιασασίν». Σαν τέλειωσε ή παρέλαση, έγινε
νεκρική ησυχία. Η δικιά μας μαούνα ήταν η τελευταία απ' τις εξήντα και βρισκότανε σιμά
στην ξηρά. Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
 -Μπρε σεις, τι λέει;
 -Λέει, νά βγει ο κόσμος και νά πάει στις δουλειές του δίχως νά φοβάται. Κανένας δε θα
κακοπάθει.
 -Μπορεί ή νίκη νά μερώνει τσ' ανθρώπους, είπε ή μάνα μου .
 -Οι Μεγάλες Δυνάμεις δώκανε εντολή νά μην ανοίξει ρουθούνι χριστιανικό.
 -Αυτή 'ναι ή αλήθεια. Φτάνει το αίμα. Τί τα γενιτσαριά θα 'χουμε;
 -Τόσοι στόλοι! Τόσα βασιλικά για τα μάτια ηθαρρέψατε πως στέκουνε δω χάμου ;
 Ο αδερφός μου ο Κώστας με πλησίασε όλο χαμόγελα και φουσκώνοντας σαν διάνος, μού
'πε ειρωνικά: -Τί γνώμη έχεις τώρα, Μανωλάκη, για το χτήμα π' αγόρασα; Έκανα καλά ή με πέρασε
κορόιδο ο μπάρμπα-Θόδωρος;
 Ήμουνα τόσο χαρούμενος πού θα του συγχωρούσα χίλιες τόσες κακοκεφαλιές κι άλλες
τόσες ειρωνείες. Όλοι στη μαούνα γινήκαμε τώρα μιά παρέα. Βγάλαμε ό,τι φαγώσιμο
είχαμε, παστά, αυγά, κονσέρβες. Αρχίσαμε τα τραταμέντα και τις τσιρεμόνιες. Ξάφνου,
μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
 -Φωτιά! Φωτιά !
 -Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!
 Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.
 - Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.
 - Κατά κει φαίνεται νά 'ναι.
 - Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!
 -Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιό συμφέρον έχουνε;
 Αφού έγινε πια δική τους... Ποιο συμφέρον είχαμε μεις που καίγαμε τα τουρκοχώρια
στην υποχώρηση; Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα
ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος,
τρελός από φόβο, αρχίνησε νά τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τούς βερχανέδες και να
ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
 -Σφαγή ! Σφαγή !
 -Παναγιά, βοήθα! -Προφτάστε. Σώστε μας!
 Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα
δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω
φωτιά και σφαγή! 'Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον
πανικό.
 -Τούρκοι!
 -Τσέτες... Μας σφάζουνε!
 Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά
σκεπάζουνε τα νερά σαν νά 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και
ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται,
λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τούς τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των
τσέτηδων!
 -Βούρ, κεραταλάρ!
 Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε
προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί
ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν
και οι στρατιώτες τού Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε
σπίτια και μαγαζιά.
 Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε
παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις 'Άγιες
Τράπεζες και τ' ατιμάζουνε. Απ' τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα
το τούρκικο μαχαίρι θερίζει.
 Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε ή ζωή μας! Η καρδιά,
τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι
το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο.





Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014




Παγκόσμια ημέρα Δημοκρατίας


Έχουμε δηλαδή πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται μεν δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα έναντι δε των νόμων στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας, ανάλογα με την επίδοση σε κάποιο τομέα, προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα, και όχι από την πολιτική του παράταξη όσο από την αρετή του, ούτε εξαιτίας της φτώχειας, ενώ έχει την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι άγνωστος. Ζούμε ελεύθερα, και ως πολίτες στον δημόσιο βίο και ως άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει σύμφωνα με την ευχαρίστησή του, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη. Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή συναναστρεφόμαστε χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας ζωή από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε σε όσους κάθε φορά έχουν τα αξιώματα και στους νόμους, και περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για ωφέλεια των αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπή.

Απόσπασμα από το βιβλίο του αρχαίου ιστορικού  Θουκυδίδη, Επιτάφιος.
Το βιβλίο αναφέρεται στο λόγο, που εκφώνησε ο Περικλής το 430 π.Χ για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014



Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη γη 


Κολάζ - Δημιουργία του Ο. Ελύτη







Αν δεν στηρίξεις
το ένα σου πόδι
έξω από τη γη
δε θα μπορέσεις 
να σταθείς επάνω της.

Οδυσσέας Ελύτης


Καλή χρονιά!   

           

Το καλοκαίρι μας χαιρέτησε γλυκά αφήνοντας πίσω του χρώματα κι αρώματα, να κρατάνε ζεστή την ψυχή μας κατά τη διάρκεια του κρύου χειμώνα. Σας καλωσορίζω αγαπημένα μου παιδιά στο καινούργιο μας ιστολόγιο. Ένα ιστολόγιο αφιερωμένο στην ποίηση και στη λογοτεχνία. Σας καλωσορίζω με ένα μπουκέτο γιασεμάκια και ένα παραδοσιακό τραγούδι της Κύπρου. Καλή χρονιά να έχουμε!





Το γιασεμί

Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου
Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου
Ααα!
κι ήρτα να το κλαδέψω
Οο! καλή μου

Και νόμισεν η μάνα σου, γιασεμί μου
Και νόμισεν η μάνα σου, γιασεμί μου
Οοο!
πως ήρτα να σε κλέψω
Οο! ψυχή μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου
Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου
Ααα!
Που αθεί το καλοκαίρι
Οο! καλή μου

Μουσκολοά και χαίρουνται, γιασεμί μου
Μουσκολοά και χαίρουνται, γιασεμί μου
Ααα!
παιδκιοί και νιοί και γέροι
Οο! ψυχή μου