Κήποι βιβλιοφίλων - Γ. Χουλιάρας

Φυσικά προχωρεί μόνη της
η φωτοσύνθεση βιβλίων
στα φύλλα τους οξειδώνοντας
φωτισμένες πράσινες λέξεις
που αποπέμπουν στο σκοτάδι
διοξείδιες αναμνήσεις
του άνθρακα μιας ζωής
που κάποτε άνθισε
στις καλλιέργειες του λόγου.

Κήποι βιβλιοφίλων - Γιώργος Χουλιάρας

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014



Μικρασιατική καταστροφή


Ένα κομμένο χέρι - Αλέξης Αλεξίου

«Ολος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα· θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του ΄δωσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως- όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν απάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα.
Νερά είχε τρεχούμενα. Οταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε. Ολα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο· στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε· βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό· μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ΄ ένα κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μού είπε να μην πω τίποτα απ΄ αυτά που είδαμε στη μητέρα». 

Η λαχτάρα του φευγιού - Φιλιώ Σεϊτανίδου

«Σαν έγινε οπισθοχώρηση ήμουνα ίσαμε δεκαπέντε χρονώ μα δεν μπορώ να τα ξεχάσω ακόμα τα τι τράβηξα. Ολο το χωριό μας άδειασε. Αλλος μπρος, άλλος πίσω φύγανε με τα πόδια, με τα κάρα, και πήγανε στη Σμύρνη. Εγώ είχα την αδερφή της μάνας μου εκεί, στο χωριό Μπουρνόβα. Ο κόσμος χύνονταν στους δρόμους σαν το νερό, τα ΄χε χάσει. Δεν ήξερε κατά πού να πάει. Ητανε Σάββατο πρωί κι ακούσαμε κανονιές. Κι όλοι είπανε: “Αμυνα, άμυνα κρατάει ο ελληνικός στρατός!”. Πού να κρατήσει άμυνα, που γύριζαν γυμνοί και ξυπόλητοι! Λίγοι-λίγοι είχαν πάρει τις στράτες και τα βουνά. 
Με το άκουσμα “άμυνα” όλοι βγήκανε έξω, οι γυναίκες με τα νυχτικά, οι άντρες με τα σώβρακα. Εμείς λογαριάζαμε να πάμε να κρυφτούμε σε μιανού Ρεΐζη το μαγαζί. Είχαμε καταλάβει την κατάσταση και ώσπου να μπαρκάρουμε για την Κρήτη, εκεί θα καταφεύγαμε. Μετά, όπως ο κόσμος έφευγε, τόσο πολύ μ΄ έπιασε η λαχτάρα του φευγιού, που ούτε γύρισα πίσω να βρω τους δικούς μου. 
Μόνο παίρνω το δρόμο με τις γειτόνισσες και με τα πόδια φτάξαμε από το Μπουρνόβα στο Μπασμά-Χανέ! Εκεί είδα τα βαγκόνια που ήταν γεμάτα πρόσφυγες από τα χωριά. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Χώθηκα από κάτω. Σταθμός ήταν. Εκεί άκουσα απελπιστικές φωνές: “Σφαγή, σφαγή!”. Εφυγα, πήγα στα γραφεία του σταθμού. Αν και είχα μείνει μόνη μου, δεν τα ΄χασα. Οποιος μπορούσε τρύπωνε να σωθεί. Χώθηκα σ΄ ένα γραφείο. Ηταν μέσα ένας, Ιταλός ήταν; Δεν ξέρω. Μου ΄δωσε καρέκλα κι έκατσα. Σε λίγο ακούστηκαν μουσικές. “Ελα να δεις”, μου είπε, “από το παράθυρο”. Και τι να δω; Ενα στρατό με κάτι γκρίζα σκουφάκια και συλλογίστηκα: “Αυτός ο στρατός, ο χαμένος, αυτός πήρε τη Σμύρνη από τους Ελληνες; Μη χειρότερα!”

Πώς έζησα την καταστροφή της Σμύρνης - Ιστορικό Ντοκουμέντο - Μιχάλης Βαλβαζάνης

Εκείνη την άγρια νύχτα, είχα μείνει άγρυπνος παρατηρητής και βιγλάτορας της μεγάλης και απέραντης πυρκαγιάς. Μιας πυρκαγιάς, που όσο περνούσαν τα λεπτά της ώρας, όλο και μεγάλωνε. Φλόγες, φλόγες χόρευαν και γλείφανε στεργιές και θάλασσες.
Σε δυο ώρες μέσα, είχε καεί το ένα τέταρτο της Σμύρνης. Κι ολοένα, η αδηφάγα κι αχόρταγη πυρκαγιά απλωνότανε στην υπόλοιπη πολιτεία.
Ταυτόχρονα ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος την έσπρωχνε προς την προκυμαία κι εκείνη ατίθαση κι ανεξέλεγκτη, σαν πύρινο ποτάμι, κατέτρωγε ό,τι έβρισκε μπροστά της... όλα πίσω της τα μετέβαλε σε στάχτη...
Ακόμα και τα πουλιά ξεγελάστηκαν απ' τη συνεχή λάμψη και το τρομακτικό αντιλάμπισμα της φωτιάς και ξύπνησαν. Δεν έκλεισαν μάτι και κείνα και τιτίβιζαν ανήσυχα στις φυλλωσιές, νόμισαν τα καημένα πως "ξημέρωσε"...
Τη δραματική εκείνη ώρα του Ελληνισμού, εγώ ο ασήμαντος στρατιώτης της πατρίδας μου, στεκόμουν στην παραλία της Σμύρνης και δίχως πια αυταπάτες, έβλεπα όλα αυτά τα φοβερά και απίστευτα...
Τα μάτια μου δάκρυσαν.
- Πάει πια. μουρμούρισα... Μέχρις εδώ ήταν... Το όνειρο έσβησε...
Κι η ψυχή της Ρωμιοσύνης όλης, έμενε άγρυπνη και σαστισμένη. Συμμάζεψε τα φτερά της. Κοίταξε σιωπηλή κατά πού να σταθεί, για ν' αντέξει τη συμφορά που τη βρήκε.


Απόσπασμα από το βιβλίο "Τα ματωμένα χώματα" της Διδούς Σωτηρίου

 "Το τούρκικο ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά.
Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
 "Τι θα μάς κάνουνε οι Τούρκοι; Τι θα μας κάνουνε;"
 Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν τήν εξεστόμιζε. Από μερικά μπαλκόνια ξένων
σπιτιών ακούστηκαν αδύναμα παλαμάκια και «γιασασίν». Σαν τέλειωσε ή παρέλαση, έγινε
νεκρική ησυχία. Η δικιά μας μαούνα ήταν η τελευταία απ' τις εξήντα και βρισκότανε σιμά
στην ξηρά. Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
 -Μπρε σεις, τι λέει;
 -Λέει, νά βγει ο κόσμος και νά πάει στις δουλειές του δίχως νά φοβάται. Κανένας δε θα
κακοπάθει.
 -Μπορεί ή νίκη νά μερώνει τσ' ανθρώπους, είπε ή μάνα μου .
 -Οι Μεγάλες Δυνάμεις δώκανε εντολή νά μην ανοίξει ρουθούνι χριστιανικό.
 -Αυτή 'ναι ή αλήθεια. Φτάνει το αίμα. Τί τα γενιτσαριά θα 'χουμε;
 -Τόσοι στόλοι! Τόσα βασιλικά για τα μάτια ηθαρρέψατε πως στέκουνε δω χάμου ;
 Ο αδερφός μου ο Κώστας με πλησίασε όλο χαμόγελα και φουσκώνοντας σαν διάνος, μού
'πε ειρωνικά: -Τί γνώμη έχεις τώρα, Μανωλάκη, για το χτήμα π' αγόρασα; Έκανα καλά ή με πέρασε
κορόιδο ο μπάρμπα-Θόδωρος;
 Ήμουνα τόσο χαρούμενος πού θα του συγχωρούσα χίλιες τόσες κακοκεφαλιές κι άλλες
τόσες ειρωνείες. Όλοι στη μαούνα γινήκαμε τώρα μιά παρέα. Βγάλαμε ό,τι φαγώσιμο
είχαμε, παστά, αυγά, κονσέρβες. Αρχίσαμε τα τραταμέντα και τις τσιρεμόνιες. Ξάφνου,
μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
 -Φωτιά! Φωτιά !
 -Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!
 Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.
 - Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.
 - Κατά κει φαίνεται νά 'ναι.
 - Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!
 -Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιό συμφέρον έχουνε;
 Αφού έγινε πια δική τους... Ποιο συμφέρον είχαμε μεις που καίγαμε τα τουρκοχώρια
στην υποχώρηση; Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα
ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος,
τρελός από φόβο, αρχίνησε νά τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τούς βερχανέδες και να
ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
 -Σφαγή ! Σφαγή !
 -Παναγιά, βοήθα! -Προφτάστε. Σώστε μας!
 Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα
δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω
φωτιά και σφαγή! 'Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον
πανικό.
 -Τούρκοι!
 -Τσέτες... Μας σφάζουνε!
 Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά
σκεπάζουνε τα νερά σαν νά 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και
ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται,
λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τούς τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των
τσέτηδων!
 -Βούρ, κεραταλάρ!
 Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε
προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί
ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν
και οι στρατιώτες τού Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε
σπίτια και μαγαζιά.
 Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε
παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις 'Άγιες
Τράπεζες και τ' ατιμάζουνε. Απ' τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα
το τούρκικο μαχαίρι θερίζει.
 Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε ή ζωή μας! Η καρδιά,
τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι
το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου